ημεροδρομος

ημεροδρομος
    ἡμεροδρόμος
    ἡμερο-δρόμος
    ὅ скороход, гонец Her., Plat., Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ημεροδρομος" в других словарях:

  • ἡμεροδρόμος — taking a day to traverse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημεροδρόμος — Ειδικός ταχυδρόμος στην αρχαία Ελλάδα, που έπρεπε σε μία ημέρα να διανύσει μεγάλη απόσταση. Κάθε ελληνική πόλη είχε τους η. της, που ονομάζονταν άγγελοι και δρομοκήρυκες. Ο Μαραθωνοδρόμος Φειδιππίδης, που μετέδωσε στους Αθηναίους το άγγελμα της… …   Dictionary of Greek

  • ἡμεροδρόμου — ἡμεροδρόμος taking a day to traverse masc gen sg ἡμεροδρόμος taking a day to traverse masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροδρόμην — ἡμεροδρόμος taking a day to traverse masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροδρόμοι — ἡμεροδρόμος taking a day to traverse masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροδρόμοις — ἡμεροδρόμος taking a day to traverse masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροδρόμον — ἡμεροδρόμος taking a day to traverse masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροδρόμους — ἡμεροδρόμος taking a day to traverse masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροδρόμων — ἡμεροδρόμος taking a day to traverse masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροδρόμῳ — ἡμεροδρόμος taking a day to traverse masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημεροδρομώ — ημεροδρομῶ, έω (Α) [ημεροδρόμος] είμαι ημεροδρόμος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»